μετάξι

μετάξι
soie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — το ιού 1. κλωστική ύλη που λαμβάνεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα. 2. το νήμα που κατασκευάζεται από μετάξι: Είναι κεντημένο με μετάξι. 3. «τεχνητό μετάξι», νήμα που παράγεται βιομηχανικά από παράγωγα της κυτταρίνης και μοιάζει με φυσικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αιγειομέταξος — αἰγειομέταξος, ον (Μ) ο κατασκευασμένος από μαλλί κατσίκας μαλακό και στιλπνό, που μοιάζει με μετάξι, ή από μαλλί και μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθετο αἴγειος* + ουσ. μετάξι] …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος — α, ο (Μ μεταξένιος, α, ον) [μετάξι] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά») …   Dictionary of Greek

  • μεταξοΰφαντος — η, ο 1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] …   Dictionary of Greek

  • σήρ — ηρός, ὁ, Α 1. μεταξοσκώληκας 2. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από το κινεζ. se «μετάξι». Ο τ. σήρ με σημ. «μεταξοσκώληκας» είναι υποχωρητικό παράγωγο τού τ. σήρ «μετάξι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. Sērēs,… …   Dictionary of Greek

  • σετακρούτα — και σαντακρούτα και σατακρούτα, η, Ν είδος υφάσματος από ακατέργαστο υποκίτρινο μετάξι που χρησιμοποιείται σε ανδρικά και γυναικεία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. seta cruda «ωμό, ακατέργαστο μετάξι» (< seta «μετάξι» και crudo «ωμός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από μετάξι: Μεταξένιο ρούχο. 2. μτφ., αυτός που μοιάζει με μετάξι ή είναι μαλακός σαν μετάξι: Μεταξένιο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”